- ἀπομίμημα
- ἀπομίμημαimitationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπομιμήμασι — ἀπομίμημα imitation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομιμήμασιν — ἀπομίμημα imitation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομιμήματα — ἀπομίμημα imitation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτυπος — η, ο (AM ἔκτυπος, ον) Ι. 1. ο τυπωμένος έτσι ώστε να παρουσιάζεται ανάγλυφος 2. το ουδ. ως ουσ. το έκτυπο(ν) ανάγλυφο τού οποίου οι μορφές προεξέχουν από την επιφάνεια αρχ. 1. χωριστός, ευκρινής 2. ο σχηματισμένος σε γενικές γραμμές, σαν πρόχειρο … Dictionary of Greek
αντιμίμημα — ἀντιμίμημα, το (Μ) το πιστό απομίμημα, το ακριβές αντίγραφο … Dictionary of Greek